- καταλήγω
- 1) achat2) atterrir
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καταλήγω — καταλήγω, κατέληξα βλ. πίν. 21 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταλήγω — (AM καταλήγω) 1. τελειώνω σε κάποιο σημείο, φθάνω, απολήγω 2. τερματίζω, παύω νεοελλ. 1. μτφ. αποβαίνω, περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταντώ 2. φθάνω σε συμπέρασμα 3. (το γ εν. πρόσ. αορ. ως απρόσ.) κατέληξε να το αποτέλεσμα ήταν να...… … Dictionary of Greek
καταλήγω — κατάληξα και κατέληξα, παύω, τελειώνω, φτάνω στο τέρμα: Δεν ξέρω πού θα καταλήξει αυτό το θέμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταλήγετε — καταλήγω leave off pres imperat act 2nd pl καταλήγω leave off pres ind act 2nd pl καταλήγω leave off imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλήγῃ — καταλήγω leave off pres subj mp 2nd sg καταλήγω leave off pres ind mp 2nd sg καταλήγω leave off pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλήξουσι — καταλήγω leave off aor subj act 3rd pl (epic) καταλήγω leave off fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταλήγω leave off fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλήξουσιν — καταλήγω leave off aor subj act 3rd pl (epic) καταλήγω leave off fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταλήγω leave off fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλήξω — καταλήγω leave off aor subj act 1st sg καταλήγω leave off fut ind act 1st sg καταλήγω leave off aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληγόντων — καταλήγω leave off pres part act masc/neut gen pl καταλήγω leave off pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληξάντων — καταλήγω leave off aor part act masc/neut gen pl καταλήγω leave off aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλῆγον — καταλήγω leave off pres part act masc voc sg καταλήγω leave off pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)